Досліджування στα ελληνικά
Μετάφραση: досліджування, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξερεύνηση, Διερεύνηση, Διερευνώντας, Ερευνώντας, Η διερεύνηση, Διερεύνησης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- дослід στα ελληνικά - πείραμα, πειραματίζομαι, έρευνα, έρευνας, την έρευνα, ερευνητικών, της έρευνας
- дослідження στα ελληνικά - εξερεύνηση, έρευνα, διερεύνηση, έρευνας, την έρευνα, ερευνητικών, της έρευνας
- досліджувати στα ελληνικά - γραφείο, μελέτη, σπουδάζω, σπουδές, έρευνα, έρευνας, την έρευνα, ...
- дослідити στα ελληνικά - σπουδές, μελέτη, εξετάζω, γραφείο, σπουδάζω, ερευνητής, διερευνήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Досліджування στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξερεύνηση, Διερεύνηση, Διερευνώντας, Ερευνώντας, Η διερεύνηση, Διερεύνησης
Μεταφράσεις: εξερεύνηση, Διερεύνηση, Διερευνώντας, Ερευνώντας, Η διερεύνηση, Διερεύνησης