Достоїнство στα ελληνικά
Μετάφραση: достоїнство, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαμέτρημα, αξιοπρέπεια, ολική, αξιοπρέπειας, την αξιοπρέπεια, της αξιοπρέπειας, αξιοπρέπειά
Μεταφράσεις
- достойність στα ελληνικά - βαθμός, ολική, διαμέτρημα, πτυχίο, αξία, ικανότητα, ικανότητας, ...
- достоїнства στα ελληνικά - διενέργεια, πλεονεκτήματα, πλεονεκτημάτων, τα πλεονεκτήματα, πλεονεκτήματα που, οφέλη
- достроковий στα ελληνικά - προχωρημένος, νωρίς, αρχές του, πρόωρη, πρόωρης, στις αρχές
- доступ στα ελληνικά - προσπέλαση, προσεγγίζω, πλησιάζω, πρόσβαση, προσέγγιση, είσοδος, μέθοδος, ...
Τυχαίες λέξεις
Достоїнство στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαμέτρημα, αξιοπρέπεια, ολική, αξιοπρέπειας, την αξιοπρέπεια, της αξιοπρέπειας, αξιοπρέπειά
Μεταφράσεις: διαμέτρημα, αξιοπρέπεια, ολική, αξιοπρέπειας, την αξιοπρέπεια, της αξιοπρέπειας, αξιοπρέπειά