Достроковий στα ελληνικά
Μετάφραση: достроковий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προχωρημένος, νωρίς, αρχές του, πρόωρη, πρόωρης, στις αρχές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- достоїнства στα ελληνικά - διενέργεια, πλεονεκτήματα, πλεονεκτημάτων, τα πλεονεκτήματα, πλεονεκτήματα που, οφέλη
- достоїнство στα ελληνικά - διαμέτρημα, αξιοπρέπεια, ολική, αξιοπρέπειας, την αξιοπρέπεια, της αξιοπρέπειας, αξιοπρέπειά
- доступ στα ελληνικά - προσπέλαση, προσεγγίζω, πλησιάζω, πρόσβαση, προσέγγιση, είσοδος, μέθοδος, ...
- доступити στα ελληνικά - μπαίνω, εισέρχομαι, dostupyty
Τυχαίες λέξεις
Достроковий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προχωρημένος, νωρίς, αρχές του, πρόωρη, πρόωρης, στις αρχές
Μεταφράσεις: προχωρημένος, νωρίς, αρχές του, πρόωρη, πρόωρης, στις αρχές