Дупель στα ελληνικά
Μετάφραση: дупель, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διπλός, διπλασιάζω, σωσίας, βαλτομπεκάτσα, σκολόπαξ, μπεκάτσα, μπεκατσινιού, σκολοπακίδων
Μεταφράσεις
- думка στα ελληνικά - άποψη, γνωμάτευση, πεποίθηση, γνώμη, πίστη, εκτίμηση, σκέψη, ...
- думку στα ελληνικά - θέα, άποψη, ενόψει, όψη, προβολή
- дуплет στα ελληνικά - ζεύγος, διπλή, doublet
- дупло στα ελληνικά - κούφιος, βαθουλωμένος, υπόκωφος, κοίλος, κοιλότητα, κοίλο, κοίλου, ...
Τυχαίες λέξεις
Дупель στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διπλός, διπλασιάζω, σωσίας, βαλτομπεκάτσα, σκολόπαξ, μπεκάτσα, μπεκατσινιού, σκολοπακίδων
Μεταφράσεις: διπλός, διπλασιάζω, σωσίας, βαλτομπεκάτσα, σκολόπαξ, μπεκάτσα, μπεκατσινιού, σκολοπακίδων