Діловодство στα ελληνικά
Μετάφραση: діловодство, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λογιστική, γραφειοκρατία, χαρτιά, γραφική εργασία, έγγραφα, εγγράφων
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- діло στα ελληνικά - συναλλαγή, δοσοληψία, υπόθεση, διεκπεραίωση, νταραβέρι, αρραβώνες, εγχείρημα, ...
- діловий στα ελληνικά - απασχολημένος, μεθοδικός, τους επιχειρηματικούς, επιχειρηματικούς, μεθοδική, πρακτικός
- дільник στα ελληνικά - διαχωριστικό, διαιρέτης, διαιρέτη, διαχωριστή, divider
- дільницю στα ελληνικά - δέμα, εκκαθάριση, ξέφωτο, σταθμός, σταθμό, σταθμού, σιδηροδρομικό, ...
Τυχαίες λέξεις
Діловодство στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λογιστική, γραφειοκρατία, χαρτιά, γραφική εργασία, έγγραφα, εγγράφων
Μεταφράσεις: λογιστική, γραφειοκρατία, χαρτιά, γραφική εργασία, έγγραφα, εγγράφων