Дільницю στα ελληνικά
Μετάφραση: дільницю, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δέμα, εκκαθάριση, ξέφωτο, σταθμός, σταθμό, σταθμού, σιδηροδρομικό, σταθμό του
Μεταφράσεις
- діловодство στα ελληνικά - λογιστική, γραφειοκρατία, χαρτιά, γραφική εργασία, έγγραφα, εγγράφων
- дільник στα ελληνικά - διαχωριστικό, διαιρέτης, διαιρέτη, διαχωριστή, divider
- дільниця στα ελληνικά - εξοκέλλω, σταθμός, δέμα, νήμα, κλώνος, περιοχή, συνοικία, ...
- ділянка στα ελληνικά - εξοκέλλω, δέμα, κλώνος, εκκαθάριση, ξέφωτο, νήμα, έκταση, ...
Τυχαίες λέξεις
Дільницю στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δέμα, εκκαθάριση, ξέφωτο, σταθμός, σταθμό, σταθμού, σιδηροδρομικό, σταθμό του
Μεταφράσεις: δέμα, εκκαθάριση, ξέφωτο, σταθμός, σταθμό, σταθμού, σιδηροδρομικό, σταθμό του