Еквівалентний στα ελληνικά
Μετάφραση: еквівалентний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισοδύναμος, ισοδύναμο, ισοδύναμη, ισοδύναμου, ισοδύναμες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- екваторіальний στα ελληνικά - ισημερινού, Ισημερινή, ισημερινό, ισημερινής, της Ισημερινής
- еквівалент στα ελληνικά - αντίστοιχος, ισότιμος, ισοδύναμος, ισοδύναμο, ισοδύναμη, ισοδύναμου, ισοδύναμες
- еквівалентність στα ελληνικά - ισοδυναμία, ισοδυναμίας, ισοτιμίας, ισοτιμία, της ισοδυναμίας
- еквілібрист στα ελληνικά - ισορροπιστής, κατανεμητής, εξισορρόπησης του, balancer, αντίβαρο εξισορρόπησης
Τυχαίες λέξεις
Еквівалентний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισοδύναμος, ισοδύναμο, ισοδύναμη, ισοδύναμου, ισοδύναμες
Μεταφράσεις: ισοδύναμος, ισοδύναμο, ισοδύναμη, ισοδύναμου, ισοδύναμες