Електрон στα ελληνικά
Μετάφραση: електрон, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωμάτιο, κύτταρο, ηλεκτρόνιο, ηλεκτρονίων, ηλεκτρονίου, ηλεκτρονικό, ηλεκτρονική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- електромережу στα ελληνικά - δίχτυ, πλέγμα, σχάρα, δίκτυο, δικτύου, πλέγματος, του δικτύου
- електромонтер στα ελληνικά - ηλεκτρολόγος, ηλεκτρολόγο, ηλεκτρολόγου, τον ηλεκτρολόγο, ηλεκτρολόγο να
- електронний στα ελληνικά - ηλεκτρονικός, ηλεκτρονικών, ηλεκτρονική, ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικό
- електроніка στα ελληνικά - ηλεκτρονική, Ηλεκτρονικά, Electronics, ηλεκτρονικών, ηλεκτρονικών ειδών
Τυχαίες λέξεις
Електрон στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωμάτιο, κύτταρο, ηλεκτρόνιο, ηλεκτρονίων, ηλεκτρονίου, ηλεκτρονικό, ηλεκτρονική
Μεταφράσεις: σωμάτιο, κύτταρο, ηλεκτρόνιο, ηλεκτρονίων, ηλεκτρονίου, ηλεκτρονικό, ηλεκτρονική