Емульсія στα ελληνικά

Μετάφραση: емульсія, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολτός, κουρκούτι, γαλάκτωμα, γαλακτώματος, του γαλακτώματος, γαλάκτωμα που, γαλακτωμάτων
Емульсія στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • емпіризм στα ελληνικά - αισθησιαρχία, εμπειριοκρατία, εμπειρισμό, εμπειρισμού, εμπειρισμός
  • емпіричний στα ελληνικά - εμπειρικός, εμπειρική, εμπειρικά, εμπειρικές, εμπειρικών
  • емуляція στα ελληνικά - άμιλλα, Emulation, εξομοίωσης, προσομοίωσης, Προσομοίωση
  • емігрант στα ελληνικά - απόδημος, μετανάστη, απόδημου, μετανάστης, αποδήμων
Τυχαίες λέξεις
Емульсія στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολτός, κουρκούτι, γαλάκτωμα, γαλακτώματος, του γαλακτώματος, γαλάκτωμα που, γαλακτωμάτων