Жахливо στα ελληνικά

Μετάφραση: жахливо, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απαίσια, τρομερά, φοβερά, τρομακτικά, είναι τρομερά
Жахливо στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • жахаючий στα ελληνικά - καταπληκτική, καταπληκτικό, τεράστια, τεράστιο, εξαιρετικό
  • жахливий στα ελληνικά - φριχτός, μακάβριος, φρικτός, αποκρουστικός, ειδεχθής, σκληρός, απελπισμένος, ...
  • жахливість στα ελληνικά - τραγελαφικός, κακούργημα, υπερβασία, τεράστιο μέγεθος, τεράστιου, υπερμέγεθες
  • жахніть στα ελληνικά - zhahnit
Τυχαίες λέξεις
Жахливо στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απαίσια, τρομερά, φοβερά, τρομακτικά, είναι τρομερά