Зависнути στα ελληνικά

Μετάφραση: зависнути, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
λάβαρο, μπαϊράκι, σημαία, κρέμασμα, κρεμώ, Hang, Κρεμάστε, κολλάει
Зависнути στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • завидний στα ελληνικά - τροφαντός, παχουλός, ζηλευτός, αξιοζήλευτη, αξιοζήλευτο, ζηλευτή, ζηλευτό
  • завийте στα ελληνικά - κατσαρά, τα κατσαρά, τσαλακωμένο, τσαλακωθεί, κατσαρώνουν
  • завитий στα ελληνικά - μάρτιος, βαδίζω, περμανάντ, permed, με περμανάντ, μαλλιά με περμανάντ
  • завиток στα ελληνικά - αναπηδώ, μπούκλα, κατσαρώματος, κατσάρωμα, μπουκλών, curl
Τυχαίες λέξεις
Зависнути στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: λάβαρο, μπαϊράκι, σημαία, κρέμασμα, κρεμώ, Hang, Κρεμάστε, κολλάει