Зайняття στα ελληνικά
Μετάφραση: зайняття, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προπόνηση, εκπαίδευση, αρραβώνες, εργασία, προπονούμενος, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, εργασίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- зайнятою στα ελληνικά - απασχολημένος, πολυάσχολη, απασχολημένοι, πολυσύχναστο, πολυάσχολο
- зайнятої στα ελληνικά - απασχολημένος, Busy, πολυάσχολο, Πολυσύχναστο, Κατειλημμένο
- зайнятій στα ελληνικά - απασχολημένος, πολυάσχολη, απασχολημένοι, πολυσύχναστο, πολυάσχολο
- закидати στα ελληνικά - ντους, επιδαψιλεύω, τινάσομαι, ανάρριψη, τίναγμα, εκτίναξη, την εκτίναξη
Τυχαίες λέξεις
Зайняття στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προπόνηση, εκπαίδευση, αρραβώνες, εργασία, προπονούμενος, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, εργασίας
Μεταφράσεις: προπόνηση, εκπαίδευση, αρραβώνες, εργασία, προπονούμενος, απασχόλησης, απασχόληση, την απασχόληση, εργασίας