Законсервувати στα ελληνικά

Μετάφραση: законсервувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσκευάζω, κατακλύζω, πακέτο, τράπουλα, διατήρηση, τη διατήρηση, διατήρηση των, εξοικονόμηση, διατήρησης
Законсервувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • закономірність στα ελληνικά - νόμιμος, κανονικότητα, την κανονικότητα, κανονικότητας, της κανονικότητας, τακτικότητα
  • законопачування στα ελληνικά - zakonopachuvannya
  • законів στα ελληνικά - αυτονομία, νόμων, νόμους, νόμοι, νομοθετικές, τους νόμους
  • закопчений στα ελληνικά - μηχανάκι, καπνιστό, καπνιστά, καπνίσει, κάπνιζαν, καπνιστού
Τυχαίες λέξεις
Законсервувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσκευάζω, κατακλύζω, πακέτο, τράπουλα, διατήρηση, τη διατήρηση, διατήρηση των, εξοικονόμηση, διατήρησης