Запозичувати στα ελληνικά
Μετάφραση: запозичувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποδέχομαι, υιοθετώ, δανείζομαι, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- запозичати στα ελληνικά - δανείζομαι, αποδέχομαι, υιοθετώ, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε
- запозичення στα ελληνικά - δάνειο, δανείου, δανείων, του δανείου, δάνεια
- заполонювати στα ελληνικά - σαγηνεύω, ξελογιάζω, γοητεύω, μαυλίζω, αποπλανώ, αιχμαλωτίσει, αιχμαλωτίσουν, ...
- запонка στα ελληνικά - καρφί, κουμπί, ιπποτροφείο, stud, γενεαλογικό, γενεαλογικά, ορθοστάτη, ...
Τυχαίες λέξεις
Запозичувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποδέχομαι, υιοθετώ, δανείζομαι, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε
Μεταφράσεις: αποδέχομαι, υιοθετώ, δανείζομαι, δανειστεί, δανείζονται, δανειστούν, δανειστείτε