Запроваджувати στα ελληνικά

Μετάφραση: запроваджувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένεση, εισάγουν, εισαγάγει, εισαγάγουν, εισάγει, θεσπίσουν
Запроваджувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • заприсягається στα ελληνικά - ορκίζομαι, ορκισμένος, zaprysyahayetsya
  • запровадження στα ελληνικά - εισαγωγή, καθιέρωση, εισαγωγής, θέσπιση, εφαρμογή
  • запроданство στα ελληνικά - εκμαυλισμός, διαφθορά, ξεμαύλισμα, μαύλισμα, zaprodanstvo
  • запропонування στα ελληνικά - επιχείρηση, πρόβλημα, προτείνει, προτείνοντας, πρόταση, να προτείνει, προτείνουν
Τυχαίες λέξεις
Запроваджувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένεση, εισάγουν, εισαγάγει, εισαγάγουν, εισάγει, θεσπίσουν