Зарплата στα ελληνικά
Μετάφραση: зарплата, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μισθός, μισθού, μισθό, μισθών, αποδοχών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- зарозумілість στα ελληνικά - έπαρση, υπεροψία, αλαζονεία, αλαζονείας, την αλαζονεία, η αλαζονεία
- зарості στα ελληνικά - υφιστάμενος, μικρότερος, υπερανάπτυξη, υπερανάπτυξης, overgrowth, υπερβολική αύξηση, υπερβολική ανάπτυξη
- зарубка στα ελληνικά - εγκοπή, εγκοπής, notch, εντομή, εγκοπών
- зарубіжний στα ελληνικά - εξωτερικός, ξένος, αλλοδαπός, ξένων, ξένες, ξένο
Τυχαίες λέξεις
Зарплата στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μισθός, μισθού, μισθό, μισθών, αποδοχών
Μεταφράσεις: μισθός, μισθού, μισθό, μισθών, αποδοχών