Каліцтво στα ελληνικά

Μετάφραση: каліцтво, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραμόρφωση, τραγελαφικός, ακρωτηριασμός, ακρωτηριασμό, ακρωτηριασμού, οργάνων των γυναικών, ακρωτηριασμοί
Каліцтво στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • каліка στα ελληνικά - ανάπηρος, κολοβώνω, ακρωτηριάσουν, ακρωτηριάσει, παραλύσει, να ακρωτηριάσουν
  • каліцтва στα ελληνικά - βλάβη, κάκωση, τραυματισμό, τραυματισμού, της ζημίας
  • каліцтві στα ελληνικά - ακρωτηριασμός, ακρωτηριασμό, ακρωτηριασμού, οργάνων των γυναικών, ακρωτηριασμοί
  • калічення στα ελληνικά - μουντζούρα, παραμόρφωση, στην καταστροφή, αλλοίωσης
Τυχαίες λέξεις
Каліцтво στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραμόρφωση, τραγελαφικός, ακρωτηριασμός, ακρωτηριασμό, ακρωτηριασμού, οργάνων των γυναικών, ακρωτηριασμοί