Карбувати στα ελληνικά

Μετάφραση: карбувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γραμματόσημο, χαρτόσημα, κέρμα, μέντα, μέντας, δυόσμο, νομισματοκοπείο, νομισματοκοπείου
Карбувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • карбонатний στα ελληνικά - ανθρακώδης, ανθρακούχο, ανθρακούχου, ανθρακούχα, ανθρακούχες
  • карбувальник στα ελληνικά - Chaser, κυνηγός, κυνηγού, Chaser για, Chaser για τον
  • карбюратор στα ελληνικά - καρμπυρατέρ, καρμπιρατέρ, εξαερωτήρας, εξαεριωτήρα, εξαεριωτή
  • кардинал στα ελληνικά - καρδινάλιος, ορίζοντα, του ορίζοντα, καρδινάλιο, κυρίαρχη
Τυχαίες λέξεις
Карбувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γραμματόσημο, χαρτόσημα, κέρμα, μέντα, μέντας, δυόσμο, νομισματοκοπείο, νομισματοκοπείου