Кишіти στα ελληνικά
Μετάφραση: кишіти, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σμάρι, σμήνος, βρίθω, αφθονώ, βρίθουν, σφύζουν, να βρίθουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- кишка στα ελληνικά - έντερο, εντέρου, του εντέρου, gut, το έντερο
- кишковий στα ελληνικά - έντερο, εντερικός, εντερική, εντερικό, εντερικής, εντερικού
- клавесин στα ελληνικά - είδος παλαιού πιάνου, τσέμπαλο, αρπίχορδο, τσέμπαλου, αρπίχορδου
- клавіатура στα ελληνικά - πληκτρολόγιο, πληκτρολογίου, του πληκτρολογίου, το πληκτρολόγιο, πληκτρολόγιό
Τυχαίες λέξεις
Кишіти στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σμάρι, σμήνος, βρίθω, αφθονώ, βρίθουν, σφύζουν, να βρίθουν
Μεταφράσεις: σμάρι, σμήνος, βρίθω, αφθονώ, βρίθουν, σφύζουν, να βρίθουν