Командувати στα ελληνικά

Μετάφραση: командувати, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προσταγή, διατάζω, προστάζω, εντολή, εντολών, εντολής, διοίκηση, χειρισμού
Командувати στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • командний στα ελληνικά - πληκτρολόγιο, διοικών, επιβλητική, διοικητής, διοικητή, διοικούσε
  • командування στα ελληνικά - εντολή, εντολών, εντολής, διοίκηση, χειρισμού
  • командувач στα ελληνικά - διοικητής, κυβερνήτης, διοικητή, ο διοικητής, τον διοικητή
  • командуючий στα ελληνικά - διοικητής, κυβερνήτης, διοικητή, κυβερνήτη, διοικητής της
Τυχαίες λέξεις
Командувати στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προσταγή, διατάζω, προστάζω, εντολή, εντολών, εντολής, διοίκηση, χειρισμού