Προστάζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: προστάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
наказати, володіння, наказ, команда, командувати
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προστάζω
προστάζω συνώνυμα, παριστάνω συνώνυμα, προστάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, προστάζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- προσποίηση στα ουκρανικά - фінт, вдавання, удавання, удаваність, облуда, нещирість
- προσποιούμαι στα ουκρανικά - прикиньтеся, симулювати, відмовки, вдавати, підроблятися
- προστάτης στα ουκρανικά - клієнт, протекційний, покровитель, патрона, заступницький, захисний, патрон, ...
- προστίθεμαι στα ουκρανικά - накопичуватися, наростати, збільшуватись, prostithemai
Τυχαίες λέξεις
Προστάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: наказати, володіння, наказ, команда, командувати
Μεταφράσεις: наказати, володіння, наказ, команда, командувати