Διατάζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: διατάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
командувати, наказати, наказ, володіння, команда, Я
Διατάζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διατάζω

διατάζω συνώνυμο, διατάζω συνώνυμα, διατάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διατάζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διασχίζω στα ουκρανικά - хрест, перетнути, переходити, християнство, перетинати, перетинатимуть, пересікати, ...
  • διασώζω στα ουκρανικά - зберегти, крім, збережіть, позбавляти, записати, рескрипт, палімпсест, ...
  • διατάσσω στα ουκρανικά - відокремте, абстрагувати, наказувати, диктувати
  • διατήρηση στα ουκρανικά - виклади, збереження, зберігання, зберегти
Τυχαίες λέξεις
Διατάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: командувати, наказати, наказ, володіння, команда, Я