Компромісний στα ελληνικά
Μετάφραση: компромісний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διακυβεύω, συμβιβασμός, συμβιβάζω, συμβιβασμό, συμβιβασμού, συμβιβαστική, συμβιβαστική λύση
Μεταφράσεις
- компрометувати στα ελληνικά - συμβιβασμός, διακυβεύω, συμβιβάζω, συμβιβασμό, συμβιβασμού, συμβιβαστική, συμβιβαστική λύση
- компроміс στα ελληνικά - συμβιβάζω, διακυβεύω, έκθεση, σύνθεση, συμβιβασμός, συμβιβασμό, συμβιβασμού, ...
- компілювати στα ελληνικά - καταρτίζουν, συγκεντρώνουν, μεταγλώττιση, συγκεντρώνει, την κατάρτιση
- компілятор στα ελληνικά - μεταγλωττιστής, συντάκτης, μεταγλωττιστή, compiler, μεταγλώττισης
Τυχαίες λέξεις
Компромісний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διακυβεύω, συμβιβασμός, συμβιβάζω, συμβιβασμό, συμβιβασμού, συμβιβαστική, συμβιβαστική λύση
Μεταφράσεις: διακυβεύω, συμβιβασμός, συμβιβάζω, συμβιβασμό, συμβιβασμού, συμβιβαστική, συμβιβαστική λύση