Διακυβεύω στα ουκρανικά

Μετάφραση: διακυβεύω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
авантюра, небезпека, мирова, вставання, уставання, компромісний, спекуляція, ризик, спекулювати, компроміс, компрометувати, частка, доля, частина
Διακυβεύω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διακυβεύω

διακυβεύω συνώνυμο, διακυβεύω βικιλεξικο, διακυβεύω ετυμολογία, διακυβευω συνώνυμα, διακυβεύω ορισμός, διακυβεύω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, διακυβεύω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • διακριτικός στα ουκρανικά - стриманий, роздільний, дискретний, обачний, обачливий, роз'єднаний, розсудливий, ...
  • διακριτικότητα στα ουκρανικά - обережність, обачність, осторога, розсуд
  • διακυμαίνομαι στα ουκρανικά - дзвонив, коливатися, коливатиметься, вагатися, коливатись, коливатимуться
  • διακόπτης στα ουκρανικά - сполох, запав, ввімкнути, увімкнути, переключити, запалювання, спалах, ...
Τυχαίες λέξεις
Διακυβεύω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: авантюра, небезпека, мирова, вставання, уставання, компромісний, спекуляція, ризик, спекулювати, компроміс, компрометувати, частка, доля, частина