Конформістський στα ελληνικά
Μετάφραση: конформістський, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διατηρώ, διατείνομαι, υποστηρίζω, συμμορφούμενος με τα καθεστώτα, κομφορμιστική, συμμορφούμενος με, κομφορμιστικό, κομφορμιστικά
Μεταφράσεις
- конфорка στα ελληνικά - καυστήρας, καυστήρα, του καυστήρα, εγγραφής, καυστήρων
- конформізм στα ελληνικά - συμμόρφωση, συμμόρφωσης, τη συμμόρφωση, της συμμόρφωσης, conformance
- конфігурація στα ελληνικά - διάταξη, διευθέτηση, διαμόρφωση, διαμόρφωσης, ρυθμίσεων, ρύθμιση παραμέτρων
- конфіденційний στα ελληνικά - εμπιστευτικός, εμπιστευτικές, εμπιστευτικά, εμπιστευτικών, εμπιστευτική
Τυχαίες λέξεις
Конформістський στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διατηρώ, διατείνομαι, υποστηρίζω, συμμορφούμενος με τα καθεστώτα, κομφορμιστική, συμμορφούμενος με, κομφορμιστικό, κομφορμιστικά
Μεταφράσεις: διατηρώ, διατείνομαι, υποστηρίζω, συμμορφούμενος με τα καθεστώτα, κομφορμιστική, συμμορφούμενος με, κομφορμιστικό, κομφορμιστικά