Кооператив στα ελληνικά

Μετάφραση: кооператив, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συνεταιρισμός, συνεργάσιμος, συνεργατική, συνεταιρισμού, συνεταιρισμό
Кооператив στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • конюшину στα ελληνικά - τριφύλλι, τριφυλλιού, το τριφύλλι, τριφύλλια, τριφυλλιών
  • конічний στα ελληνικά - κωνικός, κωνικό, κωνική, κωνικού, κωνικά
  • кооперативний στα ελληνικά - συνεταιρισμός, συνεργάσιμος, συνεργατική, συνεταιρισμού, συνεταιρισμό
  • кооператор στα ελληνικά - συνεργάτης, συνεργάτη, συνεργάστηκε, συνεργαζόμενο, συνεργασθείς
Τυχαίες λέξεις
Кооператив στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συνεταιρισμός, συνεργάσιμος, συνεργατική, συνεταιρισμού, συνεταιρισμό