Συνεργάσιμος στα ουκρανικά

Μετάφραση: συνεργάσιμος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
спільний, кооперативний, кооператив, ТОВ, кооперативу, ПП
Συνεργάσιμος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: συνεργάσιμος

συνεργάσιμος στα αγγλικά, συνεργάσιμος δανειολήπτης, συνεργάσιμος μετάφραση, συνεργάσιμος english, συνεργάσιμος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, συνεργάσιμος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • συνεπώς στα ουκρανικά - отже, відтак
  • συνεργάζομαι στα ουκρανικά - співпрацювати, співробітничайте, співробітничати, співпрацюватиме, співпрацюватимуть
  • συνεργάτης στα ουκρανικά - журналу, жертвувати, співробітник, доповідач, учасник, учасниця, учасника
  • συνεργασία στα ουκρανικά - співпраця, партнерство, компанія, кооперування, співпрацю, участь, кооперація, ...
Τυχαίες λέξεις
Συνεργάσιμος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: спільний, кооперативний, кооператив, ТОВ, кооперативу, ПП