Коректно στα ελληνικά
Μετάφραση: коректно, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σωστά, ορθώς, ορθά, σωστή, ορθή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- кордонний στα ελληνικά - περιστολή, οριακός, περιορισμός, αλλοδαπός, ξένος, Εξωτερικών, Εξωτερικών της, ...
- корегувати στα ελληνικά - διορθώνω, σωστός, ακριβής, ορθός, σωστή, ορθή
- коректність στα ελληνικά - ορθότητα, ορθότητας, ακρίβεια, ακρίβειας, την ορθότητα
- коректор στα ελληνικά - διορθωτής, διορθωτή, διόρθωσης, corrector, διόρθωσης της
Τυχαίες λέξεις
Коректно στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σωστά, ορθώς, ορθά, σωστή, ορθή
Μεταφράσεις: σωστά, ορθώς, ορθά, σωστή, ορθή