Кореляція στα ελληνικά

Μετάφραση: кореляція, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσχέτιση, συσχετισμός, αντιστοιχίας, συσχέτισης, σχέση
Кореляція στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • коректування στα ελληνικά - ενημέρωση, επικαιροποίηση, ενημέρωσης, την ενημέρωση, αναπροσαρμογή
  • корекція στα ελληνικά - διόρθωση, διόρθωμα, διόρθωσης, διορθώσεως, τη διόρθωση, η διόρθωση
  • коренастий στα ελληνικά - γροθιά, διάτρηση, διάτρησης, διατρητήρα, ζουμπά
  • коренистий στα ελληνικά - ρίζα, ριζώδης, Rooty, με πολλές ρίζες
Τυχαίες λέξεις
Кореляція στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσχέτιση, συσχετισμός, αντιστοιχίας, συσχέτισης, σχέση