Короткозорий στα ελληνικά

Μετάφραση: короткозорий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μοτοποδήλατο, μυωπικός, κοντόφθαλμη, κοντόφθαλμο, μυωπική, κοντόφθαλμες, κοντόφθαλμης
Короткозорий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • короткий στα ελληνικά - βραχύλογος, περιεκτικός, λιτός, σύντομος, λακωνικός, κοντός, σύντομο, ...
  • коротко στα ελληνικά - σύντομα, κοντολογίς, σύντομο, σύντομη, μικρή, σύντομες, μικρής
  • короткозорість στα ελληνικά - μυωπικός, μυωπία, μυωπίας, της μυωπίας, η μυωπία, τη μυωπία
  • короткість στα ελληνικά - συντομία, βραχύτητα, δυσκολία, δυσκολία στην, δύσπνοια
Τυχαίες λέξεις
Короткозорий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μοτοποδήλατο, μυωπικός, κοντόφθαλμη, κοντόφθαλμο, μυωπική, κοντόφθαλμες, κοντόφθαλμης