Корсет στα ελληνικά
Μετάφραση: корсет, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κορσέ, κορσές, κορσέδων, τον κορσέ, κλοιό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- корсаж στα ελληνικά - κορσάζ, καρφίτσα, corsage, κορσάζ καρφίτσα
- корсар στα ελληνικά - κουρσάρος, Corsair, κουρσάρικα, κουρσάρικου, η Corsair
- корт στα ελληνικά - δικαστήριο, ερωτοτροπώ, αυλή, γήπεδο, Δικαστηρίου, δικαστικών, δικαστική
- кортеж στα ελληνικά - αποσύρομαι, πομπή, συνοδεία, νεκρική πομπή, τη συνοδεία, σχηματίζεται πομπή
Τυχαίες λέξεις
Корсет στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κορσέ, κορσές, κορσέδων, τον κορσέ, κλοιό
Μεταφράσεις: κορσέ, κορσές, κορσέδων, τον κορσέ, κλοιό