Κορσέ στα ουκρανικά
Μετάφραση: κορσέ, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
корсет, грація, пояс, пасок
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κορσέ
κορσέ εγκυμοσύνης, κορσέ αδυνατίσματος, κονέ κορσέ, κορσέ λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κορσέ στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κοροϊδεύω στα ουκρανικά - дурний, обдурювати, обманювати, дурисвіт, дурень, простак, роззява, ...
- κορσάζ στα ουκρανικά - корсаж, ліф, корсет
- κορυδαλλός στα ουκρανικά - вірьовка, аркан, мотузка, жайворонок, сова
- κορυφή στα ουκρανικά - вертеп, завершувати, верх, провідний, вістрі, межа, слабшати, ...
Τυχαίες λέξεις
Κορσέ στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: корсет, грація, пояс, пасок
Μεταφράσεις: корсет, грація, пояс, пасок