Корінець στα ελληνικά

Μετάφραση: корінець, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αγκάθι, πίσω, πλάτη, πίσω μέρος, άμυνα, back
Корінець στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • корчувати στα ελληνικά - κούτσουρο, εκρίζω, ξεριζώνω, ξεριζώσουν, ξεριζώσει, ξεριζώσουμε
  • корівник στα ελληνικά - αχυρώνας, σιταποθήκη, αχυρώνα, στάβλο, αχυρώνες
  • корінний στα ελληνικά - ιθαγενής, γηγενής, ντόπιος, μητρική, φυσική, φυσικής, φυσικού
  • корінною στα ελληνικά - ιθαγενής, εγχώριος, αυτόχθονες, αυτοχθόνων, αυτόχθονων
Τυχαίες λέξεις
Корінець στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αγκάθι, πίσω, πλάτη, πίσω μέρος, άμυνα, back