Кривдник στα ελληνικά

Μετάφραση: кривдник, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ένοχος, παραβάτης, δράστη, δράστης, παραβάτη, κατάδικος
Кривдник στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • криваво-червоний στα ελληνικά - αίμα, το αίμα, αίματος, του αίματος, στο αίμα
  • кривда στα ελληνικά - μελάνι, λανθασμένος, άδικο, κακό, εσφαλμένος, λάθος
  • кривизна στα ελληνικά - κύρτωμα, καμπυλότητα, καμπυλότητας, καμπυλότητος, κυρτότητα, καμπύλη
  • кривий στα ελληνικά - γαμψός, κουτσός, κουτσό, lame, λαμέ, χωλός
Τυχαίες λέξεις
Кривдник στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ένοχος, παραβάτης, δράστη, δράστης, παραβάτη, κατάδικος