Кривий στα ελληνικά

Μετάφραση: кривий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γαμψός, κουτσός, κουτσό, lame, λαμέ, χωλός
Кривий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • кривдник στα ελληνικά - ένοχος, παραβάτης, δράστη, δράστης, παραβάτη, κατάδικος
  • кривизна στα ελληνικά - κύρτωμα, καμπυλότητα, καμπυλότητας, καμπυλότητος, κυρτότητα, καμπύλη
  • кривляння στα ελληνικά - γκριμάτσα, μορφασμό, μορφασμός, μορφασμού, μορφάζω
  • криво στα ελληνικά - λοξά, λοξός, στραβά, στραβό, δυσανάλογη
Τυχαίες λέξεις
Кривий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γαμψός, κουτσός, κουτσό, lame, λαμέ, χωλός