Кричущий στα ελληνικά

Μετάφραση: кричущий, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στριγκλίζω, ωμός, εμφανής, θορυβώδης, ακατέργαστος, κραυγή, φωνάζω, χονδροειδής, κλάψιμο, κλάμα, ολοφάνερος, κραυγάζω, κλαίει, να κλαίει, κλαίνε, φωνάξει
Кричущий στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • крихітний στα ελληνικά - ζιζάνιο, μικροσκοπικός, μικρό, μικροσκοπικά, μικροσκοπικό, μικροσκοπικές
  • кричати στα ελληνικά - σκούξιμο, έξαρση, μουγκρίζω, κίτρινος, κλαίω, δειλός, κραυγάζω, ...
  • кришити στα ελληνικά - ψίχουλο, ψίχα, μπριζόλα, τσεκουριά, ψιλοκόψτε, τεμαχίσει, τεμαχίστε
  • кришиться στα ελληνικά - κιμάς, θρυμματίζεται, καταρρέει, κλονίζεται, τρίβεται
Τυχαίες λέξεις
Кричущий στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στριγκλίζω, ωμός, εμφανής, θορυβώδης, ακατέργαστος, κραυγή, φωνάζω, χονδροειδής, κλάψιμο, κλάμα, ολοφάνερος, κραυγάζω, κλαίει, να κλαίει, κλαίνε, φωνάξει