Κλάμα στα ουκρανικά
Μετάφραση: κλάμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
плакса, міцнів, плаксій, плач, плачучий, кричущий, крик, лемент, галас
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κλάμα
κλάμα ή κλάμα, κλάμα μπούκουρα, κλάμα μερκελ, κλάμα γαλής, κλάμα βουλή, κλάμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κλάμα στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κιτρινωπός στα ουκρανικά - жовток, жовтий, жовтуватий, жовтуватого, жовтувате
- κλάδος στα ουκρανικά - галузь, віта, рукав, філія, вітка, філіал, філію, ...
- κλάπα στα ουκρανικά - шарнір, завіса, шори
- κλάση στα ουκρανικά - клас, класовий, якість, категорія, класифікувати, класс, клас у, ...
Τυχαίες λέξεις
Κλάμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: плакса, міцнів, плаксій, плач, плачучий, кричущий, крик, лемент, галас
Μεταφράσεις: плакса, міцнів, плаксій, плач, плачучий, кричущий, крик, лемент, галас