Кров στα ελληνικά

Μετάφραση: кров, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αίμα, αίματος, του αίματος, στο αίμα, το αίμα
Кров στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • кришталевий στα ελληνικά - κρύσταλλος, κρύσταλλο, κρυστάλλινα, κρυστάλλου, κρυστάλλων, κρυσταλλική
  • кришталь στα ελληνικά - κρύσταλλος, κρύσταλλο, κρυστάλλινα, κρυστάλλου, κρυστάλλων, κρυσταλλική
  • крововилив στα ελληνικά - αιμορραγία, αιμορραγίας, η αιμορραγία, την αιμορραγία, αιμορραγίες
  • кровожер στα ελληνικά - άνδρες, οι άνδρες, ανδρών, τους άνδρες, άντρες
Τυχαίες λέξεις
Кров στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αίμα, αίματος, του αίματος, στο αίμα, το αίμα