Кріплення στα ελληνικά
Μετάφραση: кріплення, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
οχύρωση, τονωτικός, στερέωση, στερέωσης, στερεώσεως, πρόσδεσης, προσδέσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- кріпак στα ελληνικά - δουλοπάροικος, δουλοπάροικο, δουλοπάροικων, δουλοπάροικους, δουλοπάροικου
- кріпацтво στα ελληνικά - δουλοπαροικία, δουλοπαροικίας, δουλεία, τη δουλοπαροικία, δουλείας
- кріпосництво στα ελληνικά - δουλοπαροικία, δουλοπαροικίας, δουλεία, τη δουλοπαροικία, δουλείας
- ксилема στα ελληνικά - ξυλώματος, ξυλήματος, ξύλημα, ξυλώδους μέρους, ξύλωμα
Τυχαίες λέξεις
Кріплення στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: οχύρωση, τονωτικός, στερέωση, στερέωσης, στερεώσεως, πρόσδεσης, προσδέσεως
Μεταφράσεις: οχύρωση, τονωτικός, στερέωση, στερέωσης, στερεώσεως, πρόσδεσης, προσδέσεως