Курити στα ελληνικά
Μετάφραση: курити, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καπνός, καπνοί, καπνίζω, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης
Μεταφράσεις
- куратор στα ελληνικά - έφορος, επιμελήτρια, επιμελητής, επιμελητή, επιμέλεια
- курець στα ελληνικά - καπνιστής, καπνιστή, καπνίζω, καπνιστές, καπνιστών
- курйозний στα ελληνικά - περίεργος, περιέργεια, δείτε, περίεργοι, γνωρίζετε
- курка στα ελληνικά - κοτόπουλο, κότα, κοτόπουλου, το κοτόπουλο, κοτόπουλα, κοτόπουλων
Τυχαίες λέξεις
Курити στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καπνός, καπνοί, καπνίζω, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης
Μεταφράσεις: καπνός, καπνοί, καπνίζω, καπνού, καπνό, καπνιστών τροφίμων, αιθάλης