Καπνίζω στα ουκρανικά
Μετάφραση: καπνίζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
палити, димити, димитися, дим, вилікувати, коптити, лікування, курити, заготовляти, вилікування
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καπνίζω
καπνίζω πούρα για σενανε χαμουρα, καπνίζω ονειροκρίτης, καπνίζω 5 τσιγάρα την ημέρα, καπνίζω και σε σκέφτομαι κώστασ σαφέτησ, καπνίζω τα τσιγάρα μου, καπνίζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καπνίζω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- καπιταλιστής στα ουκρανικά - капіталіст, капиталист
- καπνά στα ουκρανικά - тютюновий, тютюн, табак, тютюну
- καπνιά στα ουκρανικά - сажа, головешка, сажка, головня, сажку
- καπνιστής στα ουκρανικά - курець, курця
Τυχαίες λέξεις
Καπνίζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: палити, димити, димитися, дим, вилікувати, коптити, лікування, курити, заготовляти, вилікування
Μεταφράσεις: палити, димити, димитися, дим, вилікувати, коптити, лікування, курити, заготовляти, вилікування