Кусатися στα ελληνικά
Μετάφραση: кусатися, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δαγκώνω, τσίμπημα, δάγκωμα, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει
Μεταφράσεις
- курія στα ελληνικά - Curia, κουρία, Κουρίας, Κούρια, ιστοσελίδα Curia
- кусати στα ελληνικά - τσιμπώ, κεντρίζω, κεντρί, δάγκωμα, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, ...
- кусень στα ελληνικά - φέτα, κομμάτι, φέτας, slice, φετών
- кусковий στα ελληνικά - κέικ, μάζα, εφάπαξ
Τυχαίες λέξεις
Кусатися στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δαγκώνω, τσίμπημα, δάγκωμα, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει
Μεταφράσεις: δαγκώνω, τσίμπημα, δάγκωμα, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει