Τσίμπημα στα ουκρανικά

Μετάφραση: τσίμπημα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кусатися, роз'їдати, укус, палити, отруєння, жало, тиснуло
Τσίμπημα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τσίμπημα

τσίμπημα σκορπιού, τσίμπημα ψύλλου, τσίμπημα κοριού, τσίμπημα σφήκας, τσίμπημα αράχνης, τσίμπημα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, τσίμπημα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • τσέλο στα ουκρανικά - віолончель, виолончель
  • τσέπη στα ουκρανικά - рябий, кишеню, кишеня, кишені, карман
  • τσίμπλα στα ουκρανικά - сон, спати, німіти, очей, око, віч
  • τσίνορο στα ουκρανικά - вія, tsinoro
Τυχαίες λέξεις
Τσίμπημα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: кусатися, роз'їдати, укус, палити, отруєння, жало, тиснуло