Δαγκώνω στα ουκρανικά
Μετάφραση: δαγκώνω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
кусатися, палити, отруєння, укус, роз'їдати, вкусити, укусити, укусить
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δαγκώνω
τον δαγκώνω, δαγκώνω τη λαμαρίνα, δαγκώνω τα χείλη, δαγκώνω στα γαλλικά, δαγκώνω ονειροκρίτης, δαγκώνω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δαγκώνω στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- δίψα στα ουκρανικά - спрага, жага, жадоба, жадання, прагнення
- δαίμονας στα ουκρανικά - чорт, демон, сатана, біс, демоне, диявол, демонтаж
- δακτυλίδι στα ουκρανικά - потічок, струмочок, кільце, перстень, кольцо, каблучку, обручку
- δακτυλογραφώ στα ουκρανικά - тип, наберіть, надрукувати, порода, друкувати, Друк, Друк сторінки, ...
Τυχαίες λέξεις
Δαγκώνω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: кусатися, палити, отруєння, укус, роз'їдати, вкусити, укусити, укусить
Μεταφράσεις: кусатися, палити, отруєння, укус, роз'їдати, вкусити, укусити, укусить