Кірка στα ελληνικά
Μετάφραση: кірка, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προβιά, κόρα, καύκαλο, δέρμα, γδέρνω, κρούστα, φλούδα, φλοιό, φλούδες, φλοιού, φλούδας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- кіптява στα ελληνικά - καπνός, καυσαέριο, αιθάλη, αιθάλης, της αιθάλης, καπνιά, την αιθάλη
- кір στα ελληνικά - ιλαρά, ιλαράς, της ιλαράς, η ιλαρά, την ιλαρά
- кірки στα ελληνικά - κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
- кіркою στα ελληνικά - κρούστα, φλοιό, φλοιού, κρούστας, κόρα
Τυχαίες λέξεις
Кірка στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προβιά, κόρα, καύκαλο, δέρμα, γδέρνω, κρούστα, φλούδα, φλοιό, φλούδες, φλοιού, φλούδας
Μεταφράσεις: προβιά, κόρα, καύκαλο, δέρμα, γδέρνω, κρούστα, φλούδα, φλοιό, φλούδες, φλοιού, φλούδας