Καύκαλο στα ουκρανικά
Μετάφραση: καύκαλο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
череп, панцир, осад, скорина, кора, кірка, щит, осадок, щиток
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καύκαλο
καύκαλο χελώνας, το καύκαλο, καύκαλο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καύκαλο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- καχύποπτος στα ουκρανικά - підозрілий, підозрілу, підозріла, підозріливий, підозрілого
- καψαλίζω στα ουκρανικά - вигоріти, вигорати, опік, обпалити, обпікати
- καύση στα ουκρανικά - безладдя, горіння, заворушення, сум'яття, спалювання, спалення
- καύσιμα στα ουκρανικά - паливо, пальне, палива, топливо
Τυχαίες λέξεις
Καύκαλο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: череп, панцир, осад, скорина, кора, кірка, щит, осадок, щиток
Μεταφράσεις: череп, панцир, осад, скорина, кора, кірка, щит, осадок, щиток