Δέρμα στα ουκρανικά

Μετάφραση: δέρμα, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
шкура, шкіра, кірка, кожа
Δέρμα στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δέρμα

δέρμα νάπα, δέρμα βακέτα, δέρμα τελατίνι, δέρμα με το μέτρο, δέρμα σαμουά, δέρμα λεξικό γλώσσας ουκρανικά, δέρμα στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • δένω στα ουκρανικά - згущати, рости, ускладнюватися, пагорб, бугор, банка, затискати, ...
  • δέος στα ουκρανικά - пошана, благоговіння, страх
  • δέρνω στα ουκρανικά - одбивати, відбивати, перемагати, тіпати, пороти, шмагати, пороть, ...
  • δέσιμο στα ουκρανικά - зв'язування, оправа, шліфовка, окраса, удягання, обкладинка, з'єднання, ...
Τυχαίες λέξεις
Δέρμα στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: шкура, шкіра, кірка, кожа