Легковажний στα ελληνικά
Μετάφραση: легковажний, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξένοιαστος, χαρούμενος, ευάερος, επιπόλαιος, επιπόλαιες, επιπόλαια, επιπόλαιη, επιπόλαιο
Μεταφράσεις
- легко στα ελληνικά - εύκολα, εύκολος, εύκολη, εύκολο, πιο εύκολη
- легко-легко στα ελληνικά - απλώς, απλά, εύκολο, εύκολη, εύκολα, εύκολης, εύκολες
- легковажність στα ελληνικά - επιπολαιότητα, αστραπές, απροσεξία, απροσεξίας, αμέλεια, αμέλειας, ανεμελιά
- легковірний στα ελληνικά - εύπιστος, μωρόπιστος, ευκολόπιστος, εύπιστους, εύπιστο, εύπιστη, εύπιστοι
Τυχαίες λέξεις
Легковажний στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξένοιαστος, χαρούμενος, ευάερος, επιπόλαιος, επιπόλαιες, επιπόλαια, επιπόλαιη, επιπόλαιο
Μεταφράσεις: ξένοιαστος, χαρούμενος, ευάερος, επιπόλαιος, επιπόλαιες, επιπόλαια, επιπόλαιη, επιπόλαιο