Лицемірство στα ελληνικά

Μετάφραση: лицемірство, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποκρισία, υποκρισίας, την υποκρισία, η υποκρισία
Лицемірство στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • лицемірити στα ελληνικά - υποκρίνομαι, να υποκρίνομαι, αποσυγκροτούν, αποσυναρμολογεί, αποσυναρμολογούνται
  • лицемірний στα ελληνικά - υποκριτικός, υποκριτική, υποκριτικό, υποκριτικές, υποκρισία
  • лицемірте στα ελληνικά - καλπασμός, Canter, τριποδισμός, τριποδισμό, τον τριποδισμό
  • лицятися στα ελληνικά - lytsyatysya
Τυχαίες λέξεις
Лицемірство στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποκρισία, υποκρισίας, την υποκρισία, η υποκρισία