Ллється στα ελληνικά
Μετάφραση: ллється, Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
ουκρανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βροχόπτωση, ρέουν, ρέει, ροή, που ρέει, απορρέουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- лк στα ελληνικά - τολύπη, lux, πολυτελείς σουίτες, σουίτες, Ιυχ, πολυτελείς
- ллючи στα ελληνικά - καλύβα, βρήκα, παράγκα, αποβάλλω, ιδρύω, χύνοντας, έκχυση, ...
- лоб στα ελληνικά - μέτωπο, κούτελο, μέτωπό, μετώπου, το μέτωπο, το μέτωπό
- лобі στα ελληνικά - λόμπι, προθάλαμος, αίθουσα, lobby, λόμπι του, του λόμπι
Τυχαίες λέξεις
Ллється στα ελληνικά - Λεξικό: ουκρανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βροχόπτωση, ρέουν, ρέει, ροή, που ρέει, απορρέουν
Μεταφράσεις: βροχόπτωση, ρέουν, ρέει, ροή, που ρέει, απορρέουν